προσαλείφω

προσαλείφω
προσαλείφω
rub
pres subj act 1st sg
προσαλείφω
rub
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσαλείφω — Α [ἀλείφω] 1. τρίβοντας αλείφω κάτι, επιχρίω 2. αλείφω …   Dictionary of Greek

  • προσαλείφουσιν — προσαλείφω rub pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσαλείφω rub pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαλείψομεν — προσαλείφω rub aor subj act 1st pl (epic) προσαλείφω rub fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαλειφόμενα — προσαλείφω rub pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαλείφειν — προσαλείφω rub pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαλείφεται — προσαλείφω rub pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαλείφων — προσαλείφω rub pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάλειψις — είψεως, ἡ, Α [προσαλείφω] 1. η ενέργεια τού προσαλείφω, το επί πλέον άλειμμα 2. μτφ. το να περιβάλλει κανείς κάποιον με κολακείες …   Dictionary of Greek

  • προσάλειφεν — προσά̱λειφεν , προσαλείφω rub imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) προσαλείφω rub imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”